- αρωματοφόρος
- -α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει άρωμααρχ.(για χώρα)1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρωματοφόρος — spice bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοφόρον — ἀρωματοφόρος spice bearing masc/fem acc sg ἀρωματοφόρος spice bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοφόροι — ἀρωματοφόρος spice bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοφόρου — ἀρωματοφόρος spice bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοφόρους — ἀρωματοφόρος spice bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωματοφόρῳ — ἀρωματοφόρος spice bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
виноносьныи — (1*) пр. Зд. Изобилующий вином: ѥсть бо медоносна и виноносна страна та (ἀρωματοφόρος!) ГА XIII XIV, 117 а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek